μέσατος — μέσατος, η, ον (Α) (αττ. τ.) βλ. μέσσατος … Dictionary of Greek
μέσατος — arbitrator masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσάτος — η, ο 1. ρούχο που εφαρμόζει απόλυτα στη μέση: Μεσάτο σακάκι. 2. αυτός που έχει λεπτή μέση. 3. δοχείο που είναι γεμάτο μέχρι τη μέση: Το μπουκάλι είναι μεσάτο από κρασί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεσάτων — μέσατος arbitrator fem gen pl μέσατος arbitrator masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέσατον — μέσατος arbitrator masc acc sg μέσατος arbitrator neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσάταις — μέσατος arbitrator fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσάταισι — μέσατος arbitrator fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσάταισιν — μέσατος arbitrator fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσάτη — μέσατος arbitrator fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσάτην — μέσατος arbitrator fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)